Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Με αρχή, χωρίς τίτλο και τέλος



Με καταδιώκουν σκηνές δευτερολέπτων.

- Ανοίγεις την τσάντα σου μέσα στην αίθουσα του κινηματογράφου, μόλις χαμηλώνουν τα φώτα. Βγάζεις τα γυαλιά σου σχεδόν κρυφά. Τα φοράς. Γυρνάς με χαμηλωμένο ελαφριά το πρόσωπό σου, με κοιτάς πλαγίως και μου χαμογελάς.


Εμφανίζονται οποιαδήποτε στιγμή της μέρας, ή διακόπτουν οποιοδήποτε όνειρο της νύχτας.
  
- Σηκώνεσαι από το κρεβάτι. Παίρνεις τις ψηλές μαύρες κάλτσες σου. Όρθια δίπλα από το κρεβάτι στηρίζεις το δεξί σου πόδι στην άκρη του στρώματος και φοράς την πρώτη. Με κοιτάς. Την δεύτερη. Έρχεσαι και με φιλάς.


Σαν παρεμβολές που τη μια φέρνουν ζεστό χαμόγελο και την άλλη δάκρυα.

 - Ακουμπάς το ποτήρι σου επάνω στο μπαρ. Παρατάς ευγενικά την φίλη που συζητούσες μαζί της. Με πλησιάζεις. Πιάνεις το πρόσωπό μου. Με φιλάς. Ακουμπάς στον λαιμό μου. Μου χαμογελάς.


Σκηνές που λειτουργούν σαν σειρήνες που προσπαθούν να με επαναφέρουν στον δρόμο μου.

- Ξημερώματα. Μπαίνεις στην αίθουσα με γρήγορο βήμα. Όχι επειδή άργησες. Επειδή ανυπομονείς. Όσο με πλησιάζεις το βήμα σου γίνεται πιο ταχύ. Με αγκαλιάζεις πιο σφιχτά από ποτέ. Μου λες πόσο πολύ περίμενες αυτό το ταξίδι και με τραβάς βιαστικά από το χέρι για να φύγουμε.



Προκάλεσα τη ρωγμή? Ήμουν εκείνο το φως? Ή μήπως τίποτα από τα δύο?



16.09.2015