Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Το λευκό, το μπλε και το πράσινο





Γύρω μου μόνο λευκό.

Είχα συνηθίσει το μπλε.
Και το λευκό θα έπρεπε να ήταν μπλε.
Και μπλε το κάνω.
Βρίσκω τρόπους και αλλοιώνω την όραση μου.

Μπερδεύω στο μυαλό μου τα χρώματα.



Χαλάω τον κόσμο.
Άθραυστο γυαλί και εύθραυστο ατσάλι.
Υδράργυρος σε απειροελάχιστα σωματίδια διαχέεται στον αέρα με κάθε εκπνοή μου.


Υπάρχει η σκέψη σου?
Τα γεγονότα ορίζονται από αρχή τουλάχιστον.
Δεν διακρίνω αρχή ή τέλος.
Και δεν με δημιούργησε κανένας δημιουργός.




Είσαι μακριά...
Τα πέλαγα θα συναντηθούν μόνο στην ψηλότερη κορυφή,
όταν θα πνίξουν τον κόσμο.

Στο Mariel τα καράβια εξακολουθούν

να φορτώνουν κουβανέζικο λευκό ρούμι και ψέματα…


Είσαι μακριά...
Τα μάτια σου τα ξέχασα.
Το κρυμμένο τους μόνο δικό μου πράσινο.
Το αναζήτησα μάταια από το Clogherhead ως το Dingle.



Δεν καθρεφτίζομαι.
Με συναντάς μόνο σε παλιούς καθρέφτες που πέρασα κάποτε από μπροστά τους.
Ένας στην μέση της Ιπποκράτους και ακόμα ένας στην στοά της Σταδίου περιέχουν κάποιες στιγμές μου.
Στην βιτρίνα της Ομήρου πρέπει να με ψάξεις καλά
Το είδωλο του παρελθόντος μου.

Ξεθωριαμένα ρολόγια.
Μόνο με την αφή διαβάζεις πια τα λόγια τους.

Μα ο τίτλος στο εξώφυλλο του δίσκου σου είναι πιο ευδιάκριτος από ποτέ.
She Was Too Good To Me’… προφητικά διαλεγμένος.






Κοιτάζω κάτω από το τεντωμένο σχοινί. Μια μανιασμένη θάλασσα με καλεί.

Αλλά έχω ανεπίστρεπτα παρασυρθεί,
και όταν θέλω λίγο μπλε στρέφομαι πάντα στις φλέβες κάτω από τον αριστερό μου ώμο.
Έτοιμες να σκίσουν το δέρμα μου και να με συνθλίψουν.
Δεν θα με συγχωρήσουν ποτέ.


''κι όμως είμαστε εδώ
ένα ζευγάρι όνειρα
ένα μάτσο αντίθετα πρέπει

είμαστε ζωντανοί
μέσα στα χαμένα όνειρα των άλλων

είμαστε Υπαρκτοί
μέσα στην ακίνητη ανυπαρξία τους

Ακούραστα βαδίζω μόνος''

Σκυφτός,
''Μόνο με μία περόνη τραβηγμένη''



Πάντα πεινασμένος,
Ανικανοποίητος,
Με υπομονή και επιμονή,
Στην αναμονή αυτού του τελευταίου χαμόγελου,
πριν το ξεκίνημα του στημένου αγώνα.

Γνωρίζοντας το αποτέλεσμα τους χαλάω το θέαμα,

να μην ακουστεί κανένα χειροκρότημα από πληρωμένες ελπίδες.
















Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Με αρχή, χωρίς τίτλο και τέλος



Με καταδιώκουν σκηνές δευτερολέπτων.

- Ανοίγεις την τσάντα σου μέσα στην αίθουσα του κινηματογράφου, μόλις χαμηλώνουν τα φώτα. Βγάζεις τα γυαλιά σου σχεδόν κρυφά. Τα φοράς. Γυρνάς με χαμηλωμένο ελαφριά το πρόσωπό σου, με κοιτάς πλαγίως και μου χαμογελάς.


Εμφανίζονται οποιαδήποτε στιγμή της μέρας, ή διακόπτουν οποιοδήποτε όνειρο της νύχτας.
  
- Σηκώνεσαι από το κρεβάτι. Παίρνεις τις ψηλές μαύρες κάλτσες σου. Όρθια δίπλα από το κρεβάτι στηρίζεις το δεξί σου πόδι στην άκρη του στρώματος και φοράς την πρώτη. Με κοιτάς. Την δεύτερη. Έρχεσαι και με φιλάς.


Σαν παρεμβολές που τη μια φέρνουν ζεστό χαμόγελο και την άλλη δάκρυα.

 - Ακουμπάς το ποτήρι σου επάνω στο μπαρ. Παρατάς ευγενικά την φίλη που συζητούσες μαζί της. Με πλησιάζεις. Πιάνεις το πρόσωπό μου. Με φιλάς. Ακουμπάς στον λαιμό μου. Μου χαμογελάς.


Σκηνές που λειτουργούν σαν σειρήνες που προσπαθούν να με επαναφέρουν στον δρόμο μου.

- Ξημερώματα. Μπαίνεις στην αίθουσα με γρήγορο βήμα. Όχι επειδή άργησες. Επειδή ανυπομονείς. Όσο με πλησιάζεις το βήμα σου γίνεται πιο ταχύ. Με αγκαλιάζεις πιο σφιχτά από ποτέ. Μου λες πόσο πολύ περίμενες αυτό το ταξίδι και με τραβάς βιαστικά από το χέρι για να φύγουμε.



Προκάλεσα τη ρωγμή? Ήμουν εκείνο το φως? Ή μήπως τίποτα από τα δύο?



16.09.2015






Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Εκείνος ο θάνατός μου στην Ταγγέρη




Καθόμουν στο μπαρ μόνος μου με ένα πότο.
'Ηταν πλέον σχεδόν μεσάνυχτα.
Η υγρασία δυσκόλευε την αναπνοή μου ή απλά σε αυτήν ήθελα να σκέφτομαι ότι οφείλεται.

Ακόμα και το αγαπημένο μου γαλάζιο λινό πουκάμισο, το οποίο πάντα ένιωθα να με προστατεύει, απόψε με έπνιγε. Ένιωσα μία σταγόνα ιδρώτα να κυλάει στο αγαπημένο σου σημείου του στέρνου μου.
Έβγαλα τρομοκρατημένος το μαντήλι από την τσέπη μου και την σκούπισα. Τίποτα δεν θέλω να με αγγίζει εκεί.


Είχα γυρίσει όλη την Ταγγέρη αυτές τις τρεις μέρες για να σε βρω αλλά ήταν μάταιο...

Νόμιζα ότι δεν είχες φύγει μα ήσουν ήδη πολύ μακρυά.
Όταν το συνειδητοποίησα ήταν που σκοτείνιασε πλέον για εμένα.


Αν βγω έξω έτοιμος να μου ρίξεις όλες σου τις πέτρες για τις δικές μου αλλά και τις δικές σου αμαρτίες θα γυρίσεις?

Και τελικά ποια η αξία όλων εκείνων των ερωτήσεων αφού γνώριζες τις απαντήσεις?



Φώναξα το παιδί που δούλευε πίσω από το μπαρ.
Με κοίταξε κάνοντας μου νόημα ότι θα έρθει.
Ήρθε αφήνοντάς μπροστά μου άλλο ένα ποτό και χαμογέλασε σαν να ήξερε τι ήθελα να τον ρωτήσω.

- Με ποιον τρόπο μπορώ να πάω αύριο στο Μαρακές?
- Ούτε εκεί θα την βρεις. Έφυγε.

Τρόμαξα. Πολύ.
Όχι επειδή ένας άγνωστος, και χωρίς να έχω μιλήσει σε κανέναν, ήξερε με έναν  υπερφυσικό τρόπο γιατί είμαι στην Ταγγέρη και γιατί ήθελα να πάω στο Μαρακές.

Τρόμαξα επειδή με αυτό το κοφτό 'Εφυγε' κατάλαβα ότι δεν εννοούσε απλά το γεγονός ότι έφυγες από το Μαρόκο.
Αφορούσε το γεγονός ότι έφυγες οριστικά από εμένα.


Και δεν ξέρω πως αυτό έγινε. Πως αυτό είναι δυνατό να γίνει. Πως το έμαθα από ένα μπάρμαν - γιατί ένιωθα ότι έχει δίκιο και έτσι είναι. Πως δεν μου το είπες. Πως λίγες μέρες πριν με είχες κοιτάξει έτσι στα μάτια ενώ το ήξερες.


Γκρεμίστηκε όλος εκείνος ο κόσμος που σου είχα φτιάξει.
Και μήπως τελικά τώρα θα ήταν όλα πιο εύκολα αν αντί για ολόκληρο κόσμο σου είχα φτιάξει μόνο ένα σπίτι?
Και δεν θα δούμε τα πεύκα ξανά καθώς πλησιάζουμε το νησί?
Και η νύχτα δεν σου φέρνει πια την φωνή μου ούτε και τις σκέψεις μου.



Αλλά αυτό που ήξερα από την αρχή δεν αλλάζει. Και ας ξέρω ότι για εσένα δεν ισχύει.


Η καρδιά είναι ελεύθερη και αυτόνομη. Είναι ανεξάρτητη.



Η καρδιά αγαπάει μόνο μια φορά.

















Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Περίεργοι καιροί




Περίεργοι καιροί...

Τα ξυπνήματα δεν είναι πια αργά και ήρεμα.
Είναι απότομα και σε βαθιά εισπνοή πνιγμού.

Οι ουρανοί έπαψαν να είναι γαλάζιοι. Γίνανε πάλι μπλε.

Τα μάτια μονίμως γεμάτα αλκοόλ.

Ταξίδι σε εκείνη την μονότονη θλίψη. Σαν να ήρθε πάλι η ώρα της.
Σαν να μην εξαφανίστηκε τελικά. Άλλαξε μόνο περίοδο.

Μετακινούνται οι τοίχοι,
το δωμάτιο γίνεται νέας εποχής,
τα μακριά φωτιστικά άγγιξαν το ξύλο,
από τα παράθυρα σταμάτησε να περνάει και ο παραμικρός ήχος.

Η βελόνα παγιδευμένη στην στροφή κλειδώματος,
στέλνει στα ηχεία μονότονο επαναλαμβανόμενο  ρυθμό που δεν έχει τέλος.


Περίεργοι καιροί.

Σε άκουσα να έρχεσαι στην μπροστινή πόρτα,
ενώ και πάλι, όπως τότε, έγραφα χωρίς να διορθώνω και να αλλάζω τίποτα.


*Διαβάζεται με το Strange Weather στην εκτέλεση των Anna Calvi και David Byrne.



Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Έχω καιρό να δω την ανθρώπινη μορφή σου




Έχω καιρό να δω την ανθρώπινη μορφή σου.
Από εκείνο το καλοκαίρι που πήρα το πλοίο και ήρθα να σε συναντήσω στο νησί.
Κοιμόσουν δίπλα μου στην παραλία και ένιωθα μια περίεργη υπερένταση.
Δεν με ενοχλούσε όμως καθόλου.
Δεν ένιωθα καμία ανάγκη για ξεκούραση.
Θυμάμαι ακόμα τον ρυθμό του νερού.
Τον μετρούσα και προσπαθούσα να μαντέψω την αλλαγή του.
Φοβόμουν μήπως φτάσει στα πόδια σου και σε ξυπνήσει εκείνο.
Δεν μπορείς να προβλέψεις τον ρυθμό. Πόσο μάλλον του νερού…
Μόνο να του δοθείς.
Και άρχισα να διαβάζω Νερούδα.
Άκουγα μέσα μου κάποιο πνευστό. Νομίζω σαν πειραγμένη τρομπέτα που συνόδευε τους γύρω ήχους.
Καθώς έφτανε το ξημέρωμα, έβλεπα το φως στην ανατολή.
Αυτό το φως πριν ανέβει ο ήλιος.
Αυτό το φως που ο ίδιος ρίχνει. Φωτεινό χαλί πριν βγει.
Όταν άρχισε να εμφανίζεται, άκουγα αυτή την τρομπέτα πιο δυνατά και τον ρυθμό του νερού να ξεσηκώνεται. Στην αρχή νόμιζα ότι τρόμαζε, αλλά …
Έτσι όπως ήσουν δίπλα μου ανάσκελα,
με τα γόνατά σου ελαφρά λυγισμένα,
το πρόσωπό σου στραμμένο στο πλάι και τα χέρια σου αφημένα με τις παλάμες ελεύθερες προς τον ουρανό,

φυλάκισες όλο του το φως…
Η μέση σου τινάχτηκε ελαφρά προς τα πάνω όσο γέμιζες φως,
και εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως δεν ανήκες πια σε αυτόν τον κόσμο.
Και τον άλλαξες. Κλέβοντας το φως του ήλιου έσβησες τα χρώματα.
Έμεινε το μαύρο, αποχρώσεις του γκρι και λευκό.
Μόνο κοντά σου το κόκκινο.

Έχω καιρό να δω την ανθρώπινη μορφή σου. Από εκείνο το καλοκαίρι που πήρα το πλοίο και ήρθα να σε συναντήσω στο νησί.




Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Στιγμιαίο φλερτ ή στιγμιαία συντριβή?



Τι ήταν εκείνη η στιγμή?
Ένα ολόκληρο ταξίδι και πάλι πίσω?
Ή ξεκίνημα χωρίς επιστροφή?

Και η γραφική παράσταση της συνάρτησης της αληθινής ζωής?
Ίσως μία γραμμή στο άπειρο που όποτε χάνει την ηρεμία της και ξεκινούν νέες καμπύλες, υποδηλώνεται και ένα νέο ταξίδι.
Μια επιτέλους νέα πορεία που ταράζει την κανονικότητα.

Πόσες διαστάσεις χρειάζονται για να μας χωρέσουν πλήρως?

...

Θα βρω εκείνα τα γρανάζια του χρόνου και θα τα πιάσω με τα χέρια μου, να τους αλλάξω τη ροή, να σας διαλύσω την σταθερά σας...
Να ταράξω τον γαμημένο χρόνο και την βαρεμάρα που μου προκαλεί…συνέχεια ίδιος…σταθερός…προβλέψιμος…

Νομίζω πως αν αλλάξουμε τον χρόνο, ίσως αλλάξουν όλα!

Θα ξεκινήσουμε μαζί από αυτό το μέρος στο ‘Roche’.
Θα αφήσουμε τον ήλιο εκεί στη Biarritz να ανέβει στην ώρα του, όπως και κάνει κάθε μέρα. Καθώς θα πέφτει και πάλι, θα φύγουμε μπροστά στα μάτια του με σκοπό να τον ελευθερώσουμε από την ρουτίνα του.

Θα περάσουμε τα σύνορα στην Ισπανία και θα μείνουμε λίγο περισσότερο στη Donostia. Νομίζω οι Βάσκοι θα βοηθήσουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Θα κατέβουμε παραλιακά για να περάσουμε στην Πορτογαλία.
Θα τη διασχίσουμε όλη και θα ξαναμπούμε στην Ισπανία.
Θα περάσουμε τον Guadiana, θα φτάσουμε στην Isla Christina και από εκεί θα κατέβουμε στην Tarifa.

Μέσω του Γιβραλτάρ στην Ταγγέρη.
Casablanca και μετά Marrakech.

Δεν ξέρω πόσο θα μείνουμε σε κάθε μέρος.
Δεν ξέρω σε πόσα από αυτά θα φτάσουμε.

Έτσι δεν είναι τα ταξίδια?
Άγνωστα.

Αν τελικά δεν αλλάξει κάτι θα φτάσουμε στην Essaouira.

Πιστεύω εκεί υπάρχουν πιθανότητες να βρούμε τα γρανάζια από το Ρολόι.
Με γρήγορες και πρόχειρες σκέψεις, νομίζω ότι θα καταφέρουμε να αλλάξουμε αυτή τη σταθερότητα και βαρεμάρα της σημερινής έννοιας του χρόνου, πειράζοντας κατάλληλα τον Τροχό Διαφυγής. Μέσω αυτού θα επηρεάσουμε μάλλον το Μπαλανσιέ.

Αλλιώς θα πειράξουμε το κατάλληλο βάρος για να μεταβάλλουμε το Πουάζ του Ρολογιού.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αντικαταστήσουμε την περιοδικότητα από κάτι άτακτο, και στη διαδρομή να βρούμε τον καλύτερο ωρολογοποιό, για να τον πάρουμε μαζί μας να μας βοηθήσει.

Κάποιος είπε πως απλά μπορούμε να δωροδοκήσουμε αυτόν που κουρδίζει ευλαβικά το Ρολόι καταδικάζοντας μας σε αυτήν την κανονικότητα του χρόνου.

Άλλα κάτι τέτοιο ούτε μου αρέσει ούτε και θεωρώ ότι θα διασφαλίσει αυτό που θέλουμε.


- Και από εκεί? Αν δεν είναι εκεί το Ρολόι? Αν τα καταφέρουμε? Αν όχι? Ποια θα είναι η επόμενη μέρα? Τι θα κάνουμε?

- Πως μπορώ να ξέρω για εκείνη τη μέρα? Έτσι δεν θα είναι και το επόμενο ταξίδι?Αυτός είναι ο σκοπός.
Το Άγνωστο!



*Διαβάζεται με το Instant Crush των Daft Punk στο οποίο τραγουδάει ο Julian Casablancas